- ιδιο-
- α' συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής»)β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος»)γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος»)δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος»)βλ. και αυτό-.Παραδείγματα συνθέτων τού ιδιο-: ιδιόγραφος, ιδιόκτητος, ιδιολόγος, ιδιόμορφος, ιδιοπαθής, ιδιόρρυθμος, ιδιοσυγκρασία, ιδιοσύστατος, ιδιότροπος, ιδιότυπος, ιδιοφυής, ιδιόφωνος, ιδιόχειρος, ιδιόχρους, ιδιόχρωμοςαρχ.ιδιοβουλώ, ιδιογάμια, ιδιογενής, ιδιόγλωσσος, ιδιογνώμων, ιδιογονία, ιδιοθάνατος, ιδιοθανώ, ιδιοθηρευτικός, ιδιοθηρία, ιδιοθρονώ, ιδιοκρασία, ιδιόκριτος, ιδιοκτήμων, ιδιοκτήτωρ, ιδιοξενοδόχος, ιδιόξενος, ιδιόπλαστος, ιδιοποιός, ιδιοπραγία, ιδιοπράγμων, ιδιοπρόσωπος, ιδιόσημος, ιδιόσπορος, ιδιόστολος, ιδιοσύγκρασις, ιδιοσυγκρισία, ιδιοσύγκρισις, ιδιοσύγκριτος, ιδιότακτος, ιδιότοπος, ιδιότροφος, ιδιοτρόφος, ιδιοφεγγής, ιδιόφυτον, ιδιόχρεος, ιδιόχροιος(αρχ. -μσν.) ιδιοπεριόριστος, ιδιοϋπόστατοςμσν.ιδιόβιος, ιδιοκρατορία, ιδιοκρατώ, ιδιοναύκληρος, ιδιονομία, ιδιοπεριγνώριμος, ιδιοπεριγράπτως, ιδιοπερίγραφοςμσν.-νεοελλ. ιδιοθελώςνεοελλ.ιδιοαίσθηση, ιδιόβλαστο, ιδιόβουλος, ιδιογλωσσία, ιδιοδεκτικός, ιδιόθερμος, ιδιοκατοίκηση, ιδιοκατοίκητος, ιδιόκλιτος, ιδιοκτήτης, ιδιολάτρης, ιδιόλεκτος, ιδιόμελο, ιδιομυϊκός, ιδιόπλασμα, ιδιοστατικός, ιδιοσυντήρητος, ιδιοτελής, ιδιόχρηση.
Dictionary of Greek. 2013.